- χιλιογραμμόμετρο(ν)
- το физ. эрг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιλιογραμμόμετρο — το, Ν χιλιόγραμμο ανά μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kilogram meter < kilogram (βλ. χιλιόγραμμο) + meter (< μέτρο). Η λ., στον λόγιο τ. χιλιο γραμμόμετρον, μαρτυρείται από το 1876 στον Δ. Κ. Κοκίδη] … Dictionary of Greek
χιλιογραμμόμετρο — το μονάδα μέτρησης έργου, ίση με το έργο το οποίο παράγεται από δύναμη ενός χιλιόγραμμου που μετακινεί το σημείο της εφαρμογής της κατά ένα μέτρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
κιλοποντόμετρο — το μονάδα έργου τού πρακτικού συστήματος μονάδων μέτρησης, γνωστή και ως χιλιογραμμόμετρο (σύμβ. kpm ή kgrm) … Dictionary of Greek
χιλιόγραμμο — το, Ν 1. μετρολ. μονάδα μάζας και βάρους τού Διεθνούς Συστήματος, με σύμβολο kg, ισοδύναμη με χίλια γραμμάρια, κν. κιλό 2. φρ. α) «χιλιόγραμμο ανά μέτρο» μετρολ. μονάδα γραμμικής μάζας τού Διεθνούς Συστήματος ισοδύναμη με τη γραμμική μάζα… … Dictionary of Greek